καμπάδικος

καμπάδικος
-η, -ο
1. (για υφάσματα) χονδρός, σκληρός
2. (για λάχανα) α) παχύς, σαρκώδης
β) νωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. τουρκ. kaba «χονδρός» + κατάλ. -άδ-ικος, πρβλ. κουβαρντ-άδ-ικος, ραγι-άδ-ικος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”